ζευγαρωτός

ζευγαρωτός
-ή, -ό [ζευγαρώνω]
1. αυτός που αποτελεί ζεύγος με κάποιον άλλον, ο ζευγαρωμένος
2. το ουδ. ως ουσ. το ζευγαρωτό
το ζευγάρι.
επίρρ...
ζευγαρωτά
ανά δύο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ζευγαρωτός — ή, ό ζευγαρωμένος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”